- κνηστός
- κνηστόςscrapedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κνηστός — κνηστός, ή, όν (Α) [κνω] 1. ξυσμένος 2. κατακομμένος («λάχανα κνηστά», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κνηστά — κνηστός scraped neut nom/voc/acc pl κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc/acc dual κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστόν — κνηστός scraped masc acc sg κνηστός scraped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστοῦ — κνηστός scraped masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνηστῷ — κνηστός scraped masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνήστ' — κνηστί , κνηστίς hollow hair pin fem voc sg κνηστά , κνηστός scraped neut nom/voc/acc pl κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc/acc dual κνηστά̱ , κνηστός scraped fem nom/voc sg (doric aeolic) κνηστέ , κνηστός scraped masc voc sg κνησταί , κνηστός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιστός — κνιστός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) κνηστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. γρφ. τού κνηστός*] … Dictionary of Greek
κνηστικός — ή, ό (Α κνηστικός, ή, όν) [κνηστός] αυτός που προκαλεί ερεθισμό. επίρρ... κνηστικῶς (Α) με ερεθιστικό τρόπο … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek